γούργα

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
un tipo de tubo hueco o cánula σειραὶ κοῖλαι, οἵας φασὶν ἰδιωτικῶς γούργας Hero Spir.1.5.