γούρι

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

το
καλός οιωνός, καλοτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uğur «τύχη» — κατ' άλλους < μσν. αγούρι < λατ. agurium < augurium «οιωνός»].