Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
και γρίβος, ογκρίζο άλογο, ψαρής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grigio «γκρίζος, ψαρός» ή, κατ' άλλους, < γοτθ. grewa].