v. γραμμή.
γραμμά: goal, finishing point ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν (= Ἀνταίου κούραν) στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον (P. 9.118)
γραμμά: ἡ дор. Theocr. = γραμμή.
γραμμά, ἡ Dor. voor γραμμή.