γραολογία

English (LSJ)

ἡ, old wife's talk, gossip, γραμματικὴ γ. S.E.M.1.141: pl., Porph. Chr.34.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
comadrería γραμματικῆς γραολογίας πλῆρες S.E.M.1.141, plu. Porph.Chr.34.

German (Pape)

[Seite 505] ἡ, Altweibergeschwätz, Sext. Emp. adv. gramm. 141.

Russian (Dvoretsky)

γρᾱολογία:старушечья болтовня Sext.

Greek (Liddell-Scott)

γρᾱολογία: ἡ, λόγος, ὀμιλία γραίας, φλυαρία, Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 141.

Greek Monolingual

η (AM γραολογία)
γεροντική φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + -λογία.