γραυς

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

γραῡς και γρηῡς και γρηΰς, η (Α)
1. γριά γυναίκα
2. (κωμικά) γέρος άντρας
3. κάβουρας
4. αφρός γάλακτος που βράζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γριά].