ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
γραῡς και γρηῡς και γρηΰς, η (Α)1. γριά γυναίκα2. (κωμικά) γέρος άντρας3. κάβουρας4. αφρός γάλακτος που βράζει.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γριά].