γραοπρεπής
From LSJ
German (Pape)
[Seite 505] ές, alten Weibern anstehend, Iulian.
Greek (Liddell-Scott)
γρᾰοπρεπής: -ές, ὁ εἰς γραίας ἁρμόζων, Δαμασκ. ἐν. Φωτ. Βιβλ. 126. 14, Κύριλλ.
Spanish (DGE)
-ές
1 propio de vieja φρήν Cyr.Al.Chr.Un.749e, ψιθυρισμός Cyr.Al.M.68.469B, μυθάρια Phot.Bibl.126a.14.
2 adv. -ῶς como una vieja Cyr.Al.Ep.50 (ACO 1.1.3, p. 91).