γρουσούζικος
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
Greek Monolingual
και γουρσούζικος, -η, -ο
αυτός που φέρνει γρουσουζιά στους άλλους.
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
και γουρσούζικος, -η, -ο
αυτός που φέρνει γρουσουζιά στους άλλους.