γρόππατα

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

γρόππατα: γράμματα, Αἰολ. , Συλλ. Ἐπιγρ. 4725, 4730.

Spanish (DGE)

v. γράμμα.