γυμνοποδία

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, Barfüßigkeit, l. d.

Greek Monolingual

και -ποδιά, η
το να περπατά κανείς με γυμνά πόδια.