γυμνόδερμος

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός του οποίου το δέρμα δεν καλύπτεται από τρίχες ή φτερά.