γυρνώ

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

(-άω)
1. γυρίζω
2. στρέφομαι
3. επιστρέφω
4. στρίβω το κεφάλι μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. εγύρισα του ρ. γυρίζω κατά το σχήμα επέρασα-περνώ, εξέχασα-ξεχνώ].