δήπουθε

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

French (Bailly abrégé)

v. δήπουθεν.

Greek Monolingual

δήπουθε και δήπουθεν (αοριστολ. επίρρ. όμοιο κατά πολύ προς το δήπου, ιδιαίτερα προ φωνήεντος) (Α)
βεβαίως, ασφαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήπου + (επιρρ. κατάλ.) -θε(ν)].