δίγλυφος
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
German (Pape)
[Seite 615] mit doppeltem Einschnitt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δίγλῠφος: -ον, ὁ ἔχων διπλῆν γλυφήν, Γρηγ. Νύσσ. 1. 92D.
Spanish (DGE)
-ον
que lleva dos caras esculpidas, bifronte, δοκός Chr.Pat.1264, Ἑρμᾶς Gr.Naz.M.37.1561A, μορφαί Gr.Nyss.M.44.192C.
Greek Monolingual
-ο (Α -ος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο γλυφές
2. το ουδ. ως ουσ. το δίγλυφο
αρχιτεκτονικό κόσμημα με δύο γλυφές.