δίμνεως

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

French (Bailly abrégé)

εως, εων;
ion. c. διμναῖος.

Greek Monolingual

–ων
βλ. διμναίος.

Russian (Dvoretsky)

δίμνεως: Her. = διμναῖος.