δίοχλος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Spanish (DGE)

-ου, ὁ molestia, tormento Ἀλάμμων δ. μοι γεγένηται τῶν τριὼν νομισματίων PPrag.196.4 (VI d.C.).