δίφρια

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

δίφρια επίρρ. (Α)
φρ. «δίφρια συρόμενος» — ενώ τον έσερνε ο δίφρος.