δίχρονον

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek (Liddell-Scott)

δίχρονον: τό, δύο χρόνων (ἐτῶν) διάστημα, Λυβ. κ. Ροδ. Ϛ. 667, 1077, 1156, κ. ἀλλ. (Wagner)· δίχρονος κάκωσις αὐτόθι στ. 1437. (Λεξ. Κουμ.).