δαιμονοποιός

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source

Greek Monolingual

δαιμονοποιός, -ά, -όν (Μ)
όποιος προξενεί δαιμονική κατάσταση.