δακετὸν

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek (Liddell-Scott)

δᾰκετὸν: (πρβλ. ἑρπερόν), τό, = δάκος Ι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1069, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 19, 3.