δακετὸν

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek (Liddell-Scott)

δᾰκετὸν: (πρβλ. ἑρπερόν), τό, = δάκος Ι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1069, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 19, 3.