δαμαλίδα

Greek Monolingual

η και δαμαλίς (-ίδος) (Μ δαμαλίς) δάμαλις
η δαμάλα
νεοελλ.
1. η ασθένεια τών βοδιών δαμαλίτιδα
2. ο ορός που παράγεται από δαμάλειο ύλη, η βατσίνα
3. γένος δίπτερων εντόμων.