δασοφυτρωμένος

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που φυτρώνει πυκνά πυκνά, σαν τα δέντρα του δάσους («κοκκινίζουν δασοφυτρωμένες παπαρούνες τα φέσια», Καρκαβίτσας).