δασοφυτρωμένος

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που φυτρώνει πυκνά πυκνά, σαν τα δέντρα του δάσους («κοκκινίζουν δασοφυτρωμένες παπαρούνες τα φέσια», Καρκαβίτσας).