δαυλιά

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

η
1. χτύπημα με δαυλό
2. ανακίνηση των δαυλιών για να αναζωπυρωθεί η φωτιά
3. το καθάρισμα του φούρνου με βρεγμένο πανί από τα υπολείμματα της φωτιάς.