δαφνοστεφάνωτος

Greek Monolingual

-η, -ο δαφνοστεφανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνοστεφανώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1896 από τον Αργ. Εφταλιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις].