Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δαφνοστεφανώνω

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

1. στεφανώνω κάποιον με δάφνινο στεφάνι
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) δαφνοστεφανωμένος, -η, -ο
α) στεφανωμένος με δάφνινο στεφάνι
β) ένδοξος, βραβευμένος.