δαφνοφορέω
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
German (Pape)
[Seite 525] -φόρος, Sp., l. d., = δαφνηφορέω, D. C. 37, 21.
Spanish (DGE)
v. δαφνηφορέω.
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
[Seite 525] -φόρος, Sp., l. d., = δαφνηφορέω, D. C. 37, 21.
v. δαφνηφορέω.