δεδέημαι

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

French (Bailly abrégé)

v. δέω².

Russian (Dvoretsky)

δεδέημαι: pf. med. к δέω II.