δεκάμυρον
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
δεκάμυρον: τό, μύρον συγκείμενον ἐκ δέκα οὐσιῶν, Ἀλεξ. Τραλλ. σ. 118.
Spanish (DGE)
-ου, τό
n. de un ungüento medicinal, Orib. en Aët.12.62 (cód.), Marcell.Emp.35.24, Alex.Trall.2.303.23, Paul.Aeg.7.20.2, 3.
Greek Monolingual
δεκάμυρον, το (Α)
μύρο κατασκευασμένο από δέκα διαφορετικές ουσίες.