δεκανέας

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

και δεκανεύς, ο
ο κατώτερος υπαξιωματικός της στρατιωτικής ιεραρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δεκανός < δεκαν-ία «δεκαρχία» < λατ. decānus «δεκάρχης». Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].