δεκασύλλαβος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
German (Pape)
[Seite 543] zehnsylbig, Hephaest.
Spanish (DGE)
-ον
métr. subst. τὸ δ. decasílabo Ἀλκαϊκὸν δ. el decasílabo alcaico cláusula de la estrofa alcaica, Heph.7.8, cf. Mar.Vict.126.18, 143.21, Ἀλκμαιώνειον δ. Sch.Pi.O.14T. (pero quizá l. Ἀλκαϊκόν, cf. ap. crít.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δεκασύλλαβος, -ον)
1. αυτός που έχει δέκα συλλαβές («δεκασύλλαβη λέξη»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο δεκασύλλαβος
στίχος που αποτελείται από δέκα συλλαβές.
Russian (Dvoretsky)
δεκασύλλᾰβος: стих. десятисложный.