δενδροαναβάτης
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
Greek Monolingual
δενδροαναβάτης, ο (Μ)
αυτός που ανεβαίνει στα δένδρα («ὄφιν τὸν δενδροαναβάτην»).