δενδροηλιόμορφος
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
δενδροηλιόμορφος, -ον (Μ)
(για κόρη) που έχει μορφή δένδρου και ήλιου, που είναι όμορφη σαν δένδρο και σαν ήλιος.