δενδροκομείο

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

το
έκταση γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για μεταφύτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δενδροκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κανονισμό του Υπουργείου Οικονομικών].