δενδροκόμος
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ον, tree-tending, Nonn. D. 47.182, 199.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροκόμος: ὁ, (δένδρ. κομέω), ὁ ἐπιμελούμενος δένδρων, Νόνν. Δ. 47, 198.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ δενδροκόμος)
νεοελλ.
ο ειδικός στη δενδροκομία
αρχ.-μσν.
αυτός που φροντίζει ή καλλιεργεί τα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -κόμος < κομώ «φροντίζω, περιποιούμαι»].
Greek Monotonic
δενδροκόμος: -ον (κόμη), κατάφυτος από δέντρα, σε Ευρ., Αριστοφ.