δενδρολογώ

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

(-έω)
φυτεύω δένδρα («χωράφι δενδρολογημένο» — χωράφι με δένδρα, σύδεντρο).