δενδροφθόρος

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που φθείρει ή καταστρέφει τα δένδρα («δενδροφθόροι μύκητες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -φθόρος < φθείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Εφημερίς τών Φιλομαθών].