δενδροφυτεία

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source

Greek Monolingual

η
φυτεία δένδρων, τόπος φυτεμένος με δένδρα, μικρής ηλικίας κυρίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].