δεξιοτέχνης

Greek Monolingual

ο
1. όποιος ασκεί την τέχνη του με επιδεξιότητα
2. μουσ. όποιος παίζει μουσικό όργανο ή τραγουδάει με εξαιρετική τεχνική δύναμη και έκφραση, βιρτουόζος.