δεπόσιτον

From LSJ

Spanish (DGE)

δηπόσιτον
-ου, τό
• Grafía: graf. δεπόσιτον Ign.Pol.6.2, δηπώσετον PSI 1063.40 (II d.C.)
lat. depositum, e.e. depósito monetario, consignación ἔλαβον παρά σου δηνάρια ... ὑπὲρ δηποσίτου τιρώνων Ἀσιανῶν PSI 1063.5, cf. 12, 19, 25, 40 (II d.C.), PCol.221.4, 18, 31 (II d.C.), PMich.514.10 (III d.C.)
fig. τὰ δεπόσιτα ὑμῶν τὰ ἔργα ὑμῶν Ign.l.c.