δερματογένεση

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

και δερμογένεση, η
ο σχηματισμός τών στοιχείων του δέρματος του εμβρύου.