δερμοτόμος

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

ο
συσκευή με την οποία αφαιρούνται λεπτά τεμάχια δέρματος για να χρησιμοποιηθούν ως μοσχεύματα σε εξελκώσεις ή εγκαύματα.