δεσμόδιο

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

το
γένος Δικότυλων Αγγειόσπερμων φυτών της οικογένειας Ψυχανθή και της τάξης Χεδρωπά.