δεσμόλυτος

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek (Liddell-Scott)

δεσμόλυτος: -ον, λελυμένος ἐκ τῶν δεσμῶν, Γρ. Ναζ. Χρ. Π. σ. 296Β.

Spanish (DGE)

-ον
liberado de sus ataduras, redimido del pecado, Chr.Pat.2529
subst. τὸ δ. conjuro para romper las ataduras, PMag.13.290.

Greek Monolingual

δεσμόλυτος, -ον (Α)
λυμένος από τα δεσμά, ελευθερωμένος.