δεσποινίδα

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

και δεσποινίς, η (Μ δεσποινίς) δέσποινα
νεοελλ.
1. νεαρή γυναίκα
2. ανύπαντρη γυναίκα
μσν.
1. κυρία, αρχόντισσα
2. αρχοντοπούλα.