δευτεροπρόσωπος

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

δευτεροπρόσωπος, -η, ο
γραμμ.
αυτός που βρίσκεται στο δεύτερο γραμματικό πρόσωπο («δευτεροπρόσωπες αντωνυμίες»).