δευτερόσχετος

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

German (Pape)

[Seite 553] = δευτεροῦχος, Sp.

Greek Monolingual

δευτερόσχετος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί τον δεύτερο, που έρχεται μετά τον δεύτερο.