δευτερόσχετος

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

German (Pape)

[Seite 553] = δευτεροῦχος, Sp.

Greek Monolingual

δευτερόσχετος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί τον δεύτερο, που έρχεται μετά τον δεύτερο.