δευτερόσχετος
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
German (Pape)
[Seite 553] = δευτεροῦχος, Sp.
Greek Monolingual
δευτερόσχετος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί τον δεύτερο, που έρχεται μετά τον δεύτερο.