διάτιμος

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. -τειμος OGI 615.4 (Arabia III d.C.)
dud., quizá digno de honor, estimado, OGI l.c. (inscr.).

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο ατιμασμένος
2. αυτός που έχει διαπομπευθεί.