διαβολοσκόρπισμα

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

το 1. αυτό που εξαφανίζεται, που εξανεμίζεται
2. παροιμ. «ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα» — χάνονται, σκορπίζονται αυτά που άνομα αποκτήθηκαν.