διαβυνέομαι

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Spanish (DGE)

meter, clavar διὰ τῆς ἀριστερῆς χειρὸς ὀϊστούς Hdt.4.71.

Russian (Dvoretsky)

διαβῡνέομαι: продевать, тж. прокалывать себе: δ. ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς χερός Her. прокалывать себе левую руку стрелами.