χερός

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek (Liddell-Scott)

χερός: ποιητ. γεν. τοῦ χείρ, Ἠετίωνι χάριν γλαφυρᾶς χερὸς ἄκρον ὑποστὰς Θεοκρίτου Ἐπιγράμμ. 7, 5.

Greek Monotonic

χερός: ποιητ. αντί χειρός, γεν. του χείρ.

Russian (Dvoretsky)

χερός: поэт. gen. к χείρ.