χερός

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek (Liddell-Scott)

χερός: ποιητ. γεν. τοῦ χείρ, Ἠετίωνι χάριν γλαφυρᾶς χερὸς ἄκρον ὑποστὰς Θεοκρίτου Ἐπιγράμμ. 7, 5.

Greek Monotonic

χερός: ποιητ. αντί χειρός, γεν. του χείρ.

Russian (Dvoretsky)

χερός: поэт. gen. к χείρ.